Πολλά λέγονται για την συμμετοχή σε προγράμματα ανάπτυξης, ή σε εφαρμογή δράσεων αλληλεγγύης. Ο λόγος που πολλοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως οι περισσότερες κοινωνικές δράσεις ή εθελοντικά προγράμματα αποτυγχάνουν ή δεν φτάνουν τους αρχικούς τους στόχους είναι εξαιτίας της έλλειψης συμμετοχής από ανθρώπους για τους οποίους δημιουργήθηκε το πρόγραμμα (οι ωφελούμενοι, αποδέκτες, χρήστες, συμμετέχοντες).
Επίσης, πολλοί οργανισμοί και οι ομάδες τους θεωρούν ακόμα την ανάπτυξη της κοινότητας ή την κοινωνική παρέμβαση ως μια απλή γραμμική διαδικασία, όπου πας από την κατάσταση «Α» στην κατάσταση «Β» σε μια ευθεία γραμμή. Εάν αποδεχτούμε αυτή την προσέγγιση, η συμμετοχή θεωρείται ως χάσιμο χρόνου ή ως ένα εργαλείο όπου οι άνθρωποι που εμπλέκονται είναι απλά αυτό: αποδέκτες, χρήστες, πελάτες…
Τέλος, σε πολλές περιπτώσεις αναγνωρίζουμε πως η συμμετοχή γίνεται αντιληπτή ως μια τεχνική ή δυναμική, η οποία ένα εφαρμοστεί έγκαιρα και απομονωμένα, είναι ικανή, από μόνη της, να δημιουργήσει κίνητρο, συμμετοχή, αλλαγές κτλ. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως συγκεκριμένες ενέργειες που απευθύνονται στην συμμετοχή με έναν επιφανειακό ή συμβολικό τρόπο.
Για τον λόγο αυτό, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί ορισμοί της συμμετοχής. Κάποιοι ονομάζουν συμμετοχή, κάτι που για άλλους δεν είναι τίποτα παραπάνω από χειραγώγηση ή παθητικότητα των ανθρώπων. Η πραγματικότητα είναι πως η συμμετοχή δεν είναι μια σταθερή κατάσταση: είναι μια διαδικασία κατά την οποία οι άνθρωποι μπορούν να έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο επίπεδο συμμετοχής (και με αυτό, δύναμη, αυτοδιάθεση, αυτονομία, δικαιώματα, εμπλοκή κτλ.) κατά την διαδικασία της προσωπικής ανάπτυξης ή της παρέμβασης στην κοινότητα. Επίσης, ένα συνδέσουμε την συμμετοχή με το κομμάτι του αποκλεισμού ή της κοινωνικής ευαισθησίας, θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να δούμε από τι αποτελείται, και πως να το αναπτύξουμε για να είναι ολοκληρωμένο.