Topic 1.1 Συμμετοχή και Ανάπτυξη σε Ανθρώπινη Κλίμακα: οι προσεγγίσεις του Max-Neef

Συγγραφείς όπως η Elizalde και Max-Neef ήταν δύο από τους βασικούς υποστηρικτές αυτής της νέας προσέγγισης σε Μια πιο Ανθρώπινη ανάπτυξη (Ανάπτυξη σε Ανθρώπινη Κλίμακα).

Η θεωρία του παρουσιάζει με γενικό τρόπο την ανάγκη να υποστηρίζουμε την ανάπτυξη η οποία θα είναι στραμμένη στην ικανοποίηση των αναγκών του ανθρώπου, ανάγκες που είναι μετρήσιμες, αναγνωρίσιμες, ταξινομημένες, και καθολικές, που σημαίνει πως είναι οι ίδιες για κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από την ιστορική περίοδο που έζησε, ή τον πολιτισμό στον οποίο κοινωνικοποιήθηκε. Αυτό που αλλάζει από την μια περίοδο στην άλλη, και από τον ένα πολιτισμό στον άλλο, είναι οι διαδικασίες και τα εργαλεία με τα οποία αυτές οι ανάγκες ικανοποιούνται, αυτό είναι, αυτό που οι συγγραφείς αποκαλούν «ικανοποιητές».

Αυτοί οι ικανοποιητές μπορούν να είναι διαφόρων φύσεων: από καταστροφικούς και παραβιαστικούς ικανοποιητές (οι οποίοι όταν εφαρμόζονται με την πρόθεση να ικανοποιήσουν μια συγκεκριμένη ανάγκη, καταλήγουν να επηρεάζουν αρνητικά αυτή την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης ή άλλων αναγκών άλλων ανθρώπων) μέχρι συνεργατικούς ικανοποιητές (όπου η διαδικασία στην οποία η ικανοποίηση μιας συγκεκριμένης ανάγκης οδηγεί και συμβάλλει στην ικανοποίηση άλλων αναγκών για το ίδιο το άτομο και για άλλους στο παρόν και στο μέλλον).

Αυτοί οι ικανοποιητές συνδυάζονται με τις εννιά ανάγκες και δημιουργούν ένα σύστημα (συνύπαρξη, προστασία, στοργή, κατανόηση, συμμετοχή, δημιουργία, άνεση, ταυτότητα και ελευθερία) και με υπαρξιακές κατηγορίες (να είμαι, να έχω, να κάνω, να σχετίζομαι).

Θα μπορούσαμε να τις θεωρούμε όλες ως ανθρώπινα δικαιώματα, και κάθε μια από αυτές, εάν ικανοποιηθεί μέσω συνεργατικών ικανοποιητών, συμβάλλει εγκάρσια και στην επαρκή ικανοποίηση και των υπολοίπων. Ίσως, το πιο σχετικό και ριζοσπαστικό υπό αυτή την έννοια είναι η ανάγκη για συμμετοχή, αφού παρεμβαίνει άμεσα και εγκάρσια, οδηγώντας στην βέλτιστη ικανοποίηση άλλων αναγκών. Όντως, συγγραφείς όπως ο Doval και ο Gough αναγνωρίζουν αυτή την κριτική αυτονομία (το δικαίωμα να επικοινωνούμε, να προτείνουμε, να διαφωνούμε, να αποφασίζουμε, να μοιραζόμαστε κτλ.). Με αυτό τον τρόπο, οι ανάγκες για προστασία, στοργή, κατανόηση, δημιουργία, άνεση, ταυτότητα, και ελευθερία δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στο βέλτιστο επίπεδο χωρίς την συμμετοχή των ατόμων.

Ποια είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζουμε; Ότι το σύγχρονο πρότυπο ανάπτυξης, ξεκάθαρα οικονομολογικό, όπου η παραγωγή και η κατανάλωση είναι ο βασικός στόχος, χρειάζεται για την στήριξη και αναπαραγωγή του να εξελίσσονται οι ανάγκες των ανθρώπων και ακόμα και να συγχέονται με τις ανάγκες του οικονομικού συστήματος. Η πιο άμεση συνέπεια είναι ο αποκλεισμός και o κοινωνικός κατακερματισμός, αφού οι βασικοί ικανοποιητές είναι καταστροφικοί ή ανασταλτικοί.

Σε αυτού του είδους τα κοινωνικά συστήματα βασισμένα στην παραγωγή και την κατανάλωση, η προσωμείωση της συμμετοχής και συμβολισμού μετατρέπουν τις ανάγκες σε επιθυμίες που παίρνουν ερεθίσματα από καταστάσεις εκτός του ίδιου του ατόμου , το οποίο εξαιτίας τους αποξενώνεται και εργαλειοποιείται.

Συνεπώς, η συμμετοχή, που είναι η πιο σχετική και ριζοσπαστική ανθρώπινη ανάγκη, γίνεται η πιο διαστρεβλωμένη, η πιο αντιφατική, και η πιο κρυφή ή ψεύτικη.

Όλα αυτά μας λένε πως η συμμετοχή δεν γεννιέται πάντα μέσα στα πλαίσια της δημοκρατίας, ούτε εξαιτίας της ανάγκης να δημιουργηθούν στρατηγικές για να αποφευχθούν κοινωνικές εντάσεις ή να προβλέψουν τις συνέπειες που προκαλούν η φτώχεια και η ανισότητα. Εξαιτίας αυτού, πολλές συμμετοχικές στρατηγικές δεν στοχεύουν πάντα στην αμφισβήτηση της κατάστασης των πραγμάτων, αντιθέτως, ενισχύουν αντί να αλλάζουν τις ήδη υπάρχουσες άνισες σχέσεις.

Σε πολλές περιπτώσεις, όσοι παίρνουν αποφάσεις και οι πολιτικοί προτάσσουν μια αμφιλεγόμενη επιλογή που δίνει έμφαση σε μια δημοκρατική και συμμετοχική λειτουργία αλλά αποτυγχάνει στο να εφαρμόσει αυτή την λειτουργία σε μέτρα και πολιτικές. Με άλλα λόγια, τα ελάχιστα κριτήρια σχετικά με το που αναφέρεται η έννοια της συμμετοχής ή ποια είναι η επιθυμητή συμμετοχή δεν έχουν οριστεί (και κατ’ επέκταση δεν υπάρχει σύμφωνη γνώμη).

Στη θεωρία, η ομοφωνία φαίνεται να είναι καθολική και η θέληση ή η επιθυμία για συμμετοχή φαίνεται έντονη. Αλλά στην πραγματικότητα, αυτός ο διάλογος δεν συνοδεύεται από σοβαρή και συστηματική εφαρμογή των διαδικασιών (έλλειψη συμμετοχικών πρακτικών).

Αυτή η απόσταση και η απροσδιοριστία σχετικά με το τι είναι αλήθεια επιθυμητό σε σχέση με την συμμετοχή μπορεί να εξηγηθεί με:

  • Την σχετική σύγχυση μέσα στην οποία ζει η κοινωνία μας, σχετικά με την εκτίμηση και την αποτίμηση σε σχέση με τα κοινά, την οργάνωση του κοινού χώρου και την «καλής κοινωνίας».
  • Tην απουσία νοητικών χαρτών που μας βοηθούν να κατονομάζουμε τα βιώματα μας, να τοποθετούμαστε και να έχουμε επίγνωση της πραγματικότητας που επηρεάζει τους άλλους και που, με έναν συγκεκριμένο τρόπο μας επιτρέπουν, να ελέγχουμε, να γνωρίζουμε, και να προβλέπουμε τα μελλούμενα τα κοινωνικά κινήματα.
  • Η εντύπωση της απειλής στην σταθερότητα που προκαθόρισε τις δράσεις της ανάπτυξη φαίνεται να προσφέρει στην κοινότητα ή στην κοινωνία. Η προώθηση της συμμετοχής φαίνεται να δίνει φωνή σε όσους δεν έχουν ή σε όσους δεν ακούγονται. Με αυτό, ο στόχος είναι να προβάλλουμε μια εικόνα ευαισθησίας στα προβλήματα, και να προσκαλέσουμε για συμμετοχή με τον σκοπό να συγκεντρωθούν οι πραγματικές ανάγκες και οι προσδοκίες, δίνοντας στους πολίτες το αίσθημα του «να έχω φωνή» και να επηρεάζω τις αποφάσεις. Αλλά, εάν οι στόχοι είναι ορισμένοι από την αρχή και υπάρχει προσδοκία σχετικά με την έκβαση, η δημοφιλής συμμετοχή μπορεί να απειλήσει την σταθερότητα που υπάρχει ή να σταθεί ενάντια στους στόχους αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις (Cornwall, 2002). Παρόλα αυτά, οι αποφάσεις νομιμοποιούνται εξαιτίας συμβολικών ή παραπλανητικών στρατηγικών συμμετοχής.

 «[…] η συμμετοχή για να είναι αυθεντική, να ικανοποιηθεί επαρκώς ως ανάγκη, θα πρέπει να έχει, να είναι, να κάνει και να σχετίζεται με μια επαναλαμβανόμενη και ανεξάντλητη διαδικασία (όχι περιστασιακή) ώστε να είναι σε θέση να: να μεταβάλλει (να αλλάζει με στόχο την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης), να στοχάζεται (να εκτιμά τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις και επιπτώσεις) , να συμπεριλαμβάνει (τον μεγαλύτερο αριθμό ομάδων και ατόμων, ιδιαίτερα όσους βρίσκονται σε πιο μειονεκτική θέση), να επικοινωνεί (να θέτει τους διάφορους εμπλεκόμενους, ομάδες, και πεδία σε μια αμφίδρομη σχέση), να δημιουργεί (συν-δημιουργεί), να γνωρίζει (την πραγματικότητα, τους πόρους και τις δυνατότητες τους) , να μαθαίνει (εκπαίδευση μέσω διαλόγου, ομοφωνίας και αλληλεγγύης), να επικοινωνεί και να συζητά (με όμοιους και με όσους διαφέρουν), να διευκολύνει (οποιοδήποτε άτομο μπορεί να αποκτήσει πολιτικές δεξιότητες), να ικανοποιεί (δημιουργώντας μια αίσθηση ικανοποίησης και χρησιμότητας) και να απαιτεί (οι συμμετοχικές διαδικασίες αποτελούν δικαίωμα)»

Julio Alguaci

Επιμένουμε στην ίδια ιδέα: είναι αναγκαίο να απομυθοποιήσουμε την έννοια της συμμετοχής και να επανεξετάσουμε τον πραγματικό της σκοπό ως ένα εργαλείο ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις νέες έννοιες που αναδείχθηκαν (όπως και άλλες που προκύπτουν σε κοινωνικά κινήματα και ομάδες απλών πολιτών) που την εδραιώνουν ως εργαλείο πίεσης για αλλαγή και μετασχηματισμό, εκτός επίσημων δηλώσεων, και επιτρέπουν στους ανθρώπους να έχουν καλύτερο βιοτικό επίπεδο και να αλλάξουν την λογική του αποκλεισμού, της ανισότητας, της φτώχειας τα οποία υφίστανται ακόμα και από την επιβολή της ανάπτυξης του ίδιου του μοντέλου.

Όπως οι υπόλοιπες ανάγκες η συμμετοχή, εξαιτίας της σχεσιακής και διαλογικής φύσης, ικανοποιείται εξ αρχής στο κομμάτι της καθημερινής ζωής. Μέσα σε αυτό το σενάριο, οι οργανωτικές και κυβερνητικές δομές πρέπει να αναζητήσουν κοινωνικές και πολιτικές ευκαιρίες για ειλικρινή, συνολική και ανοιχτή συμμετοχή. Έως τώρα, η συμμετοχική δημοκρατία γίνεται αντιληπτή ως «κριτική αυτονομία». Πρέπει να βασίζεται στην συμμετοχή ως ένα σύνολο σχεσιακών διαδικασιών, όπου οι διαφορετικοί λειτουργοί εντάσσονται σε μια συμμετρική και αμφίδρομη σχέση, που βασίζεται στην συνεργασία στην επικοινωνία και στην αμοιβαιότητα. Πρόκειται για την σύνδεση των διαφορετικών λειτουργών που επιδρούν στην κοινωνική ζωή όταν η συμμετοχή επανακτά τη σημασία της ως δικαίωμα και ως αναγκαιότητα μέσω εγκάρσιων και σχεσιακών παραγόντων.

Υπό αυτό το πρίσμα, η νέα άνοδος της συμμετοχής έχει κάνει δυνατή την επαναξιολόγηση εννοιών όπως η κοινότητα και η συλλογική δράση, μεταξύ άλλων, με στόχο να τις καταστήσει διαθέσιμες με νέες μορφές δράσης που θα δώσουν νέο νόημα στους ανθρώπους , και θα επιτρέπουν την δημιουργία αληθινά ισόνομων χώρων. Γίνεται όλο και πιο εμφανής, η προσπάθεια να προωθήσουμε υψηλότερα επίπεδα συμμετοχής, για να αναγνωρίσουμε νέα κοινωνικά κινήματα και μορφές οργάνωσης, και την ανάδειξή μιας κοινωνίας που απαιτεί δικαιοσύνη και έναν κόσμο χωρίς αποκλεισμούς, όπου η θέση των ανθρώπων που βιώνουν καταστάσεις αποκλεισμού και ανισότητας αναγνωρίζεται και διασφαλίζεται, όπου οι κοινωνίες μπορούν να εκφράσουν, να προωθήσουν και να καταφέρουν την δικής τους έννοια ανάπτυξης.

Με αυτό τον τρόπο, η συμμετοχή ξεκινά να εμφανίζεται, όχι ως επιβολή από κάποιον τομέα, αλλά ως μια νέα ευκαιρία για την εφαρμογή σύγχρονων προσεγγίσεων ανάπτυξης και ως παράδειγμα πως οι ανάγκες των ανθρώπων υπερβαίνουν την κάλυψη των βασικών τους αναγκών, άσχετα με το πόσο επείγουσες μπορεί να είναι