Topic 3.2 Συνέπειες των συμμετοχικών μεθοδολογιών και τεχνικών

Εάν οι συμμετοχικές μεθοδολογίες και τεχνικές στοχεύουν στο να προκαλέσουν και να οδηγήσουν σε αλλαγές μέσω της ευαισθητοποίησης, του διαλόγου, και της συλλογικής δημιουργίας, οι συνέπειες τους είναι να υποθέτουν μια αλλαγή στους ανθρώπους, στις σχέσεις που συντηρούν στις ομάδες και με τους τρόπους που είναι, ζουν, και αισθάνονται κομμάτι της κοινωνίας.

Όταν μιλάμε για ομάδες ή κοινότητες, αναφερόμαστε σε όλα τους μέλη και ανθρώπους, χωρίς διαχωρισμό ή αποκλεισμό σε κάποιον από αυτούς. Μια ομάδα ή κοινότητα δεν είναι ένας φορέας που υπάρχει από μόνος του, ανεξάρτητα από τα άτομα που τον αποτελούν. Είναι αυτά (και η αλληλεπίδραση τους και τα κατορθώματα τους) που συνθέτουν μια ομάδα. Η ομάδα λοιπόν, αναφέρεται στο γεγονός πως ανάμεσα σε όλα τα μέλη της υπάρχει μια συγκεκριμένη δομή σχέσεων που συνδέει το ένα με το άλλο, για αυτό λοιπόν χωρίς τα μέλη της η ομάδα δεν θα υπήρχε.

Για αυτό τον λόγο, στην ουσία, υπάρχουν τα άτομα, οι άνθρωποι, η αφετηρία τους, το κίνητρο τους, οι ανάγκες τους, η αξιολόγηση που κάνουν στους εαυτούς τους, η σχέση τους και οι δεξιότητες συναναστροφής τους.. και τους ρόλους που τους δίνουμε. Παρόλο που, σε κοινωνικούς οργανισμούς ή φορείς κοινωνικής δράσης, ένα μεγάλο κομμάτι των πόρων κατευθύνεται στους ανθρώπους που βρίσκονται σε μια κατάσταση φτώχειας, ή κοινωνικού αποκλεισμού, και παρόλο οι διαδικασίες συμμετοχής που συνήθως έχουν μπει σε κίνηση προωθούν ιδιαίτερα την κοινωνική ενσωμάτωση, αυτό δεν σημαίνει πως οι συμμετοχικές μεθοδολογίες και τεχνικές είναι πόροι αποκλειστικά σχεδιασμένοι για εκείνους (σαν να ήταν ειδικές τεχνικές για ειδικούς ανθρώπους) Αντιθέτως, εάν ο στόχος είναι να κινητοποιήσουμε τους πόρους της κοινότητας και να βελτιώσουμε το πλαίσιο και τις περιπτώσεις όπου υπάρχει η φτώχεια, η ανισότητα και ο αποκλεισμός, θα μπορούσαμε να μιλάμε για διαδικασίες και τεχνικές που διευκολύνουν την αναγνώριση όλων, το αίσθημα πως ανήκουν σε μια συλλογική δράση και την προσωπική εμπλοκή όλων των μελών της κοινότητας για την ίδρυση ενός συστήματος σχέσεων, αλληλεπίδρασης και συμφωνιών βασισμένες στην αλληλεγγύη, αλληλεξάρτηση, αμοιβαιότητα και συνεργασία.

Για αυτό τον λόγο, στις δραστηριότητες, στην επιλογή των πιο κατάλληλων μεθοδολογιών και τεχνικών για την διαμόρφωση βιώσιμων συμμετοχικών διαδικασιών, είναι σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη ως εναρκτήριο σημείο τους ανθρώπους που εμπλέκονται στην διαδικασία και συνεπώς την προσωπική τους συμμετοχή.

Για αυτό, οι συμμετοχικές τεχνικές στοχεύουν να δουλέψουν σε ένα θεμελιώδη τομέα που σχετίζεται με την προσωπική συμμετοχή που είναι βασική όταν μιλάμε σχετικά με την ενσωμάτωση: κίνητρο

Για αυτό, οι συμμετοχικές τεχνικές στοχεύουν να δουλέψουν σε ένα θεμελιώδη τομέα που σχετίζεται με την προσωπική συμμετοχή που είναι βασική όταν μιλάμε σχετικά με την ενσωμάτωση: κίνητρο

Ονομάζουμε ενίσχυση κάθε ερέθισμα που αυξάνει την πιθανότητα πως μια συγκεκριμένη αντίδραση θα συμβεί. Για να είναι αποτελεσματικό, πρέπει να εφαρμόζεται σωστά αμέσως μετά την συμπεριφορά που θέλουμε να ενισχύσουμε (θετική ενίσχυση) ή να εξαφανίσουμε (αρνητική ενίσχυση) Οι ενισχύσεις μπορεί να είναι υλικές (χρήματα, φαγητό) δραστηριότητα (να κάνω κάτι ευχάριστο) ή κοινωνικές (λεκτικός έπαινος ή συγχαρητήρια) Η ενίσχυση επηρεάζει τα κίνητρα με το να κινητοποιεί την συμπεριφορά και να αυξάνει την πιθανότητα πως η επιθυμητή αντίδραση θα επαναληφθεί όταν θα είναι σε ισορροπία (ούτε υπερβολική ούτε ανεπαρκής), όταν ταιριάζει με τις προσδοκίες του ατόμου, όταν λειτουργεί ως ένας δείκτης της επιθυμητής συμπεριφοράς, και όταν δεν είναι ούτε ασυνεπής ούτε προϊόν τύχης.

Η εφαρμογή αυτών των τεχνικών που διασφαλίζουν την ενίσχυση των ανθρώπων μέσα στις ομάδες προϋποθέτει έναν βαθμό κοινωνικής αναγνώρισης, μια σημασίας των δυνατοτήτων και ικανοτήτων του ανθρώπου, μιας ισορροπίας στις σχέσεις με αρχές της ενσωμάτωσης, ισότητας, αλληλεγγύης και ασφάλειας που αυξάνουν το αίσθημα πως ανήκουν σε μια μεγαλύτερη κοινότητα, με θετικές αλληλεπιδράσεις, την αίσθηση της επιρροής στην ομάδα… και κατά συνέπεια… την συμμετοχή και κινητοποίηση.

 

 

Η αίσθηση του ελέγχου είναι ένα βασικό στοιχείο για την επιβίωση και την προσαρμογή στο φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον, αφού διαμορφώνει τον εαυτό της ως την βασική μονάδα κάθε σκέψης και δράσης. Η αίσθηση του ελέγχου λειτουργεί ως ένα εργαλείο γνωστικής άμυνας και ελέγχου στο πρόσωπο της αβεβαιότητας και της τυχαιότητας των κοινωνικών γεγονότων.

Υπάρχουν άνθρωποι που αποδίδουν τα κλειδιά αυτού του ελέγχου σε τομείς που εξαρτώνται από τους ίδιους (θέληση, προσπάθεια, τις ίδιες τους τις πράξεις…) άλλα νομίζουν πως εξωτερικοί παράγοντες επηρεάζουν τον έλεγχο (τύχη, πεπρωμένο, παρεμβάσεις από άλλους, «δυνάμεις», θεϊκή θέληση). Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον έλεγχο μαθαίνεται και μεταβάλλεται με τον χρόνο, σε διαφορετικά πλαίσια (προσωπική ζωή, εργασία) και εξαρτάται επίσης από τα χαρακτηριστικά της κάθε προσωπικότητας.

Η αίσθηση του προσωπικού ελέγχου προϋποθέτει πως:

α) η πιθανότητα επιλογής είναι αληθινή και όχι προκαθορισμένη

β) τα μηνύματα σχετικά με την ικανότητα του ελέγχου δεν ενθαρρύνουν το αίσθημα πως είμαστε αβοήθητοι. Αυτό συμβαίνει γιατί οι πιθανότητες του ελέγχου δεν είναι ρεαλιστικές δεδομένου του επιπέδου μειονεκτικής θέσης του ατόμου.

γ) το άτομο πραγματικά θέλει να κάνει μια επιλογή και την θεωρεί σχετική.

δ) σε καταστάσεις στις οποίες ο έλεγχος ενθαρρύνεται, οι άνθρωποι δεν αισθάνονται πως οι προσπάθειες τους είναι μάταιες.

Ας θυμηθούμε τις προτάσεις της «Σκάλας της Συμμετοχής». Ένα άτομο δεν θα αισθανθεί κινητοποιημένο να συμμετέχει εάν αισθάνεται, ή εάν θεωρεί πως οι τελικές αποφάσεις εξαρτώνται από άλλους, ακόμα εάν μια σύσκεψη έχει προηγουμένως λάβει χώρα για να συγκεντρώσει τις απόψεις του.

Η αίσθηση πως δεν έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας είναι πολύ αποθαρρυντική. Γνωρίζοντας πως αυτό που επιτυγχάνουμε δεν είναι στα χέρια μας, εξαρτάται από άλλους ανθρώπους, έναν επαγγελματία, έναν διευθυντή, ένα πρόγραμμα, έναν πολιτικό , δεν ενθαρρύνει να θέλουμε να εμπλακούμε στην διαδικασία ή στο ίδιο μας το πεπρωμένο.

Τα θετικά αποτελέσματα του να προωθούμε την αίσθηση του ελέγχου ανάμεσα σε ανθρώπους, και μέσα σε οργανισμούς και μέσα στην ίδια την κοινότητα έχουν αποδειχθεί επαρκώς. Η κεντρική ιδέα είναι να δώσουμε στον άνθρωπο την δυνατότητα να επιλέξει καταστάσεις στις οποίες μπορεί να αισθάνεται πως οι προσπάθειες του είναι χρήσιμες. Μια ξεκάθαρη σχέση υπάρχει ανάμεσα στην αίσθηση του ελέγχου και την ευεξία.

Μέσω συμμετοχικών τεχνικών, μπορούμε να δημιουργήσουμε καταστάσεις εκπαίδευσης και ενθάρρυνσης βασισμένες σε θετικές εμπειρίες όπου η ομάδα λειτουργεί ως μεσολαβητής. Αυτές οι θετικές εμπειρίες βοηθούν να σπάσει η σχέση αιτίου-αιτιατού που είναι πίσω από το αίσθημα της ανικανότητας και προωθούν μια σχέση και μια προσέγγιση ανάπτυξης βασισμένη στην ταυτοποίηση και την κινητοποίηση των δεξιοτήτων των ανθρώπων. Όλα αυτά συμβάλουν στην διαμόρφωση της αυτοδιάθεσης, αυτονομίας, μια αίσθησης δύναμης και ευημερίας, και μαζί με αυτά η συμμετοχή των ανθρώπων στην ομάδα και την κοινωνική ζωή, αφού έχουν περισσότερα εργαλεία για να αντιμετωπίσουν το άγχος και την αγανάκτηση μεταξύ άλλων. H μαθημένη αβοηθησία είναι ακριβώς αυτό, μαθημένη. Για αυτό τον λόγο μπορούμε επίσης να την αποβάλλουμε. Και για αυτό είναι σημαντικό να δουλέψουμε πάνω σε τρία θέματα:

  1. Να αναγνωρίζουμε τα όρια, τις επιθυμίες, και τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες, να θέτουμε εφικτούς και σύμφωνους στόχους με αυτό που προτείνουμε στην πράξη ώστε να μπορούμε να το καταφέρουμε και μην οδηγηθούμε σε μια ακόμα αποτυχία.
  2. Να αυξήσουμε την ανοχή μας στην απογοήτευση.
  3. Η επίτευξη ενός στόχου είναι μια σταδιακή διαδικασία που απαιτεί εκπαίδευση βασισμένη στις ικανότητες, τις δυνατότητες και τα όρια του κάθε ανθρώπου σε κάθε πλαίσιο.

 

Η αυτό-αποτελεσματικότητα (García Aguilera, χ.χ.) είναι η προσωπική βεβαιότητα πως κάποιος μπορεί επιτυχώς να παρουσιάσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά που απαιτείται σε κάθε περίπτωση. Με τις απαραίτητες δεξιότητες και επαρκή κίνητρο, η προσδοκία της αυτό-αποτελεσματικότητας καθορίζει την συμπεριφορά και την επιμονή της. Το αίσθημα της αυτό-αποτελεσματικότητας κάποιου έχει μεγάλη αξία ως ερέθισμα. Συνοδεύεται από ένα αίσθημα ασφάλειας, που προκαλεί δράση. Η αίσθηση της αυτό-αποτελεσματικότητας βασίζεται:

α) στην απόδοση της συμπεριφοράς σε προηγούμενες εμπειρίες (αυτό έχει μεγαλύτερο βάρος, ο βασικός καθοριστικός παράγοντας)

β) στις εμπειρίες και τα επιτεύγματα άλλων ανθρώπων σε παρόμοιες καταστάσεις.

Image taken from http://www2.uned.es/TICC/Cap.1/auto-eficacia.html

Τι είδους προσδοκίες αλλαγής της κατάστασης έχουν οι άνθρωποι και οι κοινότητες με τους οποίους εργάζεστε; Από ποιο σημείο μετακινείται το σημείο εξέλιξης σας; Τι είδους προσδοκίες έχουν σχετικά με τις προοπτικές της ομάδας και της κοινωνικής συμμετοχής; Τι ελπίζουν να βρουν; Τι είδους κοινωνικούς στόχους θέτουν ως πολίτες και ως μέλη της κοινωνίας;

Το να γνωρίζεις το τι θέλεις να επιτύχεις είναι το πρώτο βήμα για συμμετοχή μέσα στην ομάδα και την κοινωνική σφαίρα. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις ζητάμε από τους ανθρώπους να εμπλακούν σε προγράμματα συμμετοχής που θεωρούμε ότι είναι κατάλληλα για αυτούς χωρίς να ξέρουμε τι πραγματικά θέλουν και μπερδεύουμε τις επαγγελματικές μας επιθυμίες με αυτό που θέλει το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του ή τον ρυθμό στον οποίο επιθυμεί να συμμετέχει στην συμμετοχική διαδικασία.

Για αυτό τον λόγο είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε, μέσα στην καθημερινότητα του ανθρώπου, ποιοι είναι οι στόχοι και τα κέντρα ενδιαφέροντος σχετικά με την συμμετοχή, την αίσθηση της κοινότητας και της πολιτικής ταυτότητας. Και από αυτά τα κέντρα ενδιαφέροντος, διαμορφώνουμε πιθανά προγράμματα και περιεχόμενα, την σχετική εκπαίδευση με την οποία αυξάνουμε την αίσθηση του ελέγχου, της αυτό-αποτελεσματικότητας και ενδυναμώνουμε τα συγκεκριμένα κίνητρα, κατευθύνοντας τους προς τους άλλους στο πλαίσιο της ομάδας.

Ποια είναι η αξία που δίνει κάθε άνθρωπος στο ερέθισμα ή τον στόχο; Για συγγραφείς όπως ο Vroom είναι η αναμενόμενη ικανοποίηση που προκαλεί το ερέθισμα. Αυτές οι αξιολογήσεις λειτουργούν ως οδηγοί της συμπεριφοράς, που σημαίνει πως κατευθύνουν τον άνθρωπο προς την επίτευξη του στόχου του και σχετίζονται με όλους τους προσωπικούς παράγοντες που είδαμε παραπάνω.

«Να είσαι χρήσιμος, άλλαξε την πραγματικότητα, άλλαξε άδικες δομές, πίστευε στην αλληλεγγύη, γίνε καλύτερος άνθρωπος, βρες τον εαυτό σου, πάλεψε για το κοινό καλό» Υπάρχουν αξίες που κινούν το άτομο στην συλλογική συμμετοχή και συνδυάζονται με άλλες που είναι λιγότερο ανιδιοτελής ή ενθαρρυντικές: «αξιοποίησε τον ελεύθερο σου χρόνο, επαγγελματικό ενδιαφέρον, ταυτίσου με τους άλλους, περιέργεια, καινοτομία, γιατί φαίνεται σωστό ή γιατί μου το ζήτησαν, για προσωπικές ανάγκες που δεν καλύφθηκαν»

Αρχικά, όλες αυτές οι αξίες ισχύουν. Αυτό που έχει ενδιαφέρον, είναι πως από την ομάδα, μπορούν να εμπλουτιστούν και να κατευθυνθούν προς μια κοινή αίσθηση της κοινότητας, όπου το άτομο αισθάνεται πως οι στόχοι της συμμετοχής:

  • Έχουν ένα θετικό αντίκτυπο στον ίδιο
  • Παρόλο που θεωρούνται δύσκολοι ή ακατόρθωτοι, η ομάδα συνεισφέρει στην επίτευξη
  • Έχουν να κάνουν με την κοινότητα αλλά και με τον ίδιο
  • Επιτρέπει να αποκτούμε μεγαλύτερα μακροχρόνια οφέλη
  • Οι επιπτώσεις των στόχων της συμμετοχής είναι απτοί (δεν είναι κομμάτι του κόσμου των ονείρων/της φαντασίας)

Οι πεποιθήσεις είναι αυτές οι δράσεις ή ιδέες που έχουν γίνει αποδεκτές ή θεωρούνται αλήθειες, σύμφωνα με κάποιες κοινωνικές αιτίες, και αλλάζουν με βάση ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Με αυτό τον τρόπο, όταν υπάρχει η πεποίθηση (για την οποία δεν είμαστε πάντα σίγουροι) τείνουμε να λειτουργούμε σύμφωνα με τις πεποιθήσεις σαν να είναι αληθινές. Δεν αμφισβητείται, δεν ρωτάμε γιατί είναι έτσι, οι συνειδητοί ή ασυνείδητοι κανόνες απλά ακολουθούνται.