Όταν μιλάμε για συμμετοχή στο επίπεδο της κοινότητας, είναι αναπόφευκτο να μιλήσουμε για την ανάπτυξη της κοινότητα, αφού η συμμετοχή των ανθρώπων και των οργανισμών σε αυτό τον τομέα έχουν ως στόχο την βελτίωση της ζωής των ανθρώπων και ολόκληρης της κοινότητας. Αυτή η ανάπτυξη δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την διαδικασία συμμετοχής και οργάνωσης της κοινότητας.
Η εξέλιξη της κοινότητας είναι αφενός μια από τις τρεις βασικές ή πρωταρχικές μεθόδους της Κοινωνικής Εργασίας, ατομικά, στο πλαίσιο της ομάδας και της κοινότητας, και αφετέρου ένα πεδίο εργασίας που στρέφει τους διάφορους οργανισμούς και τις υπηρεσίες σε καθολικές ανάγκες της κοινότητας.
Ο όρος Κοινωνικός Οργανισμός χρησιμοποιείται εναλλάξ με τους όρους Κοινωνική Ανάπτυξη και Κοινωνική Εργασία στην Κοινότητα
Η Κοινωνική Εξέλιξη είναι μια τεχνική κοινωνικής δράσης, η οποία μπορεί να βασιστεί στην παρέμβαση των εξιδεικευμένων λειτουργών. Συχνά, στοχεύει σε κοινωνικά ή οικονομικά ευάλωτες κοινότητες, ή σε κοινότητες με ανεπαρκή χρήση των διαθέσιμων πόρων.
Ο βασικός στόχος της Κοινωνικής Εξέλιξης είναι η επιτυχία της κοινωνικής ευημερίας, αυτό σημαίνει βελτίωση της ποιότητας ζωής του πληθυσμού ή της κοινότητας που αποτελούν το αντικείμενο της παρέμβασης. Για να γίνει αυτό, απαιτείται η εθελοντική, συνειδητή και υπεύθυνη συμμετοχή των ανθρώπων στην επίλυση των προβλημάτων τους.
Η ανάπτυξη της κοινότητας βασίζεται στην άποψη πως ο καθένας είναι ειδικός, αυτό σημαίνει πως έχει εμπειρία σχετικά με τα προβλήματα της κοινότητας και εκ των προτέρων μπορεί να συνεισφέρει με την αντιληπτική ικανότητα στα προβλήματα και τις λύσεις τους κάτι που συνεπάγεται πως η ιεραρχία ανάμεσα στους ειδικούς και τον πληθυσμό καταργείται.
Παρόλα αυτά, πρέπει να θυμόμαστε πως η διαδικασία αυτή δεν γίνεται αυτοσχεδιαστικά. Αυτοί που την προωθούν πρέπει να σχεδιάσουν διαφορετικές στρατηγικές και μεθοδολογίες για κάθε μια από τις ομάδες και τους λειτουργούς που συμμετέχουν και τις θέσεις τους.
Η Ανάπτυξη της Κοινότητας έχει συχνά χρησιμοποιήσει Συμμετοχικές Μεθοδολογίες και Συμμετοχική Έρευνα Δράσης.
Η Συμμετοχική Έρευνα Δράσης είναι μια διαδικασία κοινωνικής έρευνας που χτίζεται με συμμετοχικές βάσεις.
Χρησιμοποιεί τις συμμετοχικές μεθοδολογίες ως έναν τρόπο εργασίας, που στοχεύει στο να ασχολείται με κοινά νοήματα και κοινωνικές πρακτικές. Η χρήση των συμμετοχικών μεθοδολογιών δεν έχει νόημα χωρίς έναν ξεκάθαρο στόχο, πρέπει πρώτα να γνωρίζουμε τι θέλουμε και που κατευθυνόμαστε. Από εκεί, οι συμμετοχικές μεθοδολογίες μας προσφέρουν έναν συμμετοχικό δρόμο ώστε να εισηγούμαστε προτάσεις που να στοχεύουν στη βελτίωση της αρχικής κατάστασης από την οποία ξεκινήσαμε.
Η κεντρική ιδέα της Συμμετοχικής Έρευνας Δράσης είναι πως η πραγματοποίηση και η αλλαγή της κοινωνικής πραγματικότητας περνά σε μεγάλο βαθμό από τα χέρια αυτών που επηρεάζονται. Είναι μια ιδέα που εστιάζει σε δράσεις όπως η συλλογική ανασκόπηση, ο διάλογος σε ένα πλαίσιο που τονίζει το πρόβλημα και η προτεραιότητα των ήδη υπάρχοντών προβλημάτων, η οργάνωση και ο ορισμός δραστηριοτήτων ως εναλλακτικές λύσεις, στον βαθμό που οι αποφάσεις που παίρνονται μέσα στον οργανισμό μεταφράζονται άμεσα σε κοινωνικές και δημόσιες δράσεις.
Υπάρχουν δυο βασικά σημεία ή φάσεις σε κάθε συμμετοχική διαδικασία: η διάγνωση και η προετοιμασία των προτάσεων.
Η φάση της διάγνωσης, έχει να κάνει με το να γνωρίζουμε την πραγματικότητα πάνω στην οποία θέλουμε να δουλέψουμε. Οι προτάσεις έχουν κατεύθυνση προς τη δημιουργία ενός πλάνου δράσης που μας επιτρέπει να «αλλάξουμε» την πραγματικότητα-αφετηρία.
Με αυτού του είδους τη διαδικασία δεν θέλουμε μόνο να γνωρίσουμε αλλά και την ίδια στιγμή να αλλάξουμε την πραγματικότητα, που συνθέτει από την αρχή τη λογική που διέπει τις μεθοδολογίες που θα χρησιμοποιηθούν.
Η διάγνωση αποτελεί το προηγούμενο βήμα του προγραμματισμού και της εκτέλεσης του Σχεδίου Δράσης. Βλέπουμε πως η διάγνωση υφίσταται αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση της προετοιμασίας των προτάσεων, και το μόνο νόημα που έχει στις συμμετοχικές διαδικασίες είναι ως προγενέστερο και απαραίτητο στάδιο για την (ΣΕΔ).
Είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο φάσεις όπου οι Συμμετοχικές Μεθοδολογίες βρίσκουν νόημα: γίνεται διάγνωση συλλογικά και με την ελευθερία να εκφράσει και να αναλάβει συλλογικές δράσεις.
Η λογική αυτής της ακολουθίας απορρέει από το νόημα και τον σκοπό των συμμετοχικών διαδικασιών: για να καθορίσουμε τις δράσεις που θα αναλάβουμε για να μετασχηματίσουμε μια πραγματικότητα (ΣΕΔ) πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε για την κατάσταση από την οποία ξεκινάμε και να γνωρίζουμε τα στοιχεία του πλαισίου.
Μεταξύ αυτών των δύο κεντρικών μπλοκ, της διάγνωσης και του σχεδίου δράσης, τοποθετούμε την αποκέντρωση ως μια στιγμή συναρμογής μεταξύ του ενός και του άλλου. Η αποκέντρωση μάς επιτρέπει να συγκλίνουμε σε έναν δημόσιο χώρο τις διαφορετικές ομιλίες και θέσεις των φορέων που συνδέονται με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, κατά τρόπο ώστε η διάγνωση αυτή να γίνεται από τη μεγαλύτερη δυνατή πολυφωνία και ποικιλομορφία φωνών. Η αποκέντρωση υποδηλώνει την επιστροφή στον πληθυσμό των πληροφοριών και των συμπερασμάτων που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της διαδικασίας διάγνωσης και ότι αυτό επιτρέπει στους ανθρώπους να κατανοήσουν καλύτερα την πραγματικότητα και με βάση αυτή να κάνουν προτάσεις για το σχέδιο δράσης.
Ενισχύοντας τις διαδικασίες εμπλοκής της κοινότητας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία και προσεγγίσεις ΣΕΔ, ακόμη και αν δεν πρόκειται να κάνουμε μια πλήρη διαδικασία ΣΕΔ ως τέτοια. Είναι πολύ σημαντικό να εμπλέξουμε τον πληθυσμό με τον οποίο εργαζόμαστε στη συλλογική κατασκευή μιας ανάλυσης της πραγματικότητας που τον επηρεάζει, καθώς και στη δημιουργία προτάσεων βελτίωσης από αυτόν